από εκδόσεις Εργατική Πάλη
Συγγραφείς: Θεοδωρόπουλου Σοφία , Καντζέλη Ελευθερία
Το βιβλίο είναι εξαιρετικό και θα θέλαμε να δημοσιεύσουμε όσο περισσότερα αποσπάσματα γίνεται, αλλά σεβόμενοι τα πνευματικά δικαιώματα, προτρέπουμε όλους τους αναγνώστες να το αγοράσουν και αναδημοσιεύουμε μόνο δύο ενότητες αναφορικά με δυο πολύ κρίσιμα θέματα, “Το δικαίωμα στην επιλογή φύλου” και “Το δικαίωμα στην γονεϊκότητα”
ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΥΛΟΥ»
Η λεγόμενη «θεωρία του φύλου» εισάγει την έννοια του «κοινωνικού φύλου» (gender) ενάντια στο βιολογικό φύλο (sex), και συνιστά την καρδιά της WOKE θρησκείας. Υποτίθεται ότι η σεξουαλική ταυτότητα δεν καθορίζεται από τις σωματικές ιδιότητες, αλλά από το «κοινωνικό φύλο», δηλαδή από το συναίσθημα που έχει κανείς για το φύλο του. Το «κοινωνικό φύλο» γίνεται έννοια όλο και πιο αυτόνομη και τελικά υπερισχύει του βιολογικού φύλου, επομένως το αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο⁵ πρέπει να μπορεί να επιλέξει το φύλο του σύμφωνα με τα αισθήματά του. Χρησιμοποιείται και η παράλογη έκφραση «ανάθεση φύλου κατά τη γέννηση» για να υποδηλώσει κάποιον περιορισμό/κάποια επιβολή στο νεογέννητο.
Εφόσον η επιλογή φύλου θεωρείται ανθρώπινο δικαίωμα, ξεσπάει μια επιδημία τρανσεξουαλισμού. Στην Αμερική περίπου το 20% των νέων μεταξύ 18 και 25 αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως ΛΟΑΤΚΙ+, ποσοστό διπλάσιο απ’ ό,τι πριν μερικά χρόνια. Ένα αυξανόμενο ποσοστό (ειδικά εφήβων) προχωρούν στη λήψη ορμονών και εγχειρήσεις με σκοπό την αλλαγή φύλου. Προφανώς δεν αναφερόμαστε εδώ στους ανθρώπους που βιώνουν κάποια σοβαρή ασυμφωνία σε σχέση με το φύλο τους, επειδή μερικές φορές η φύση σφάλει (αυτές είναι άλλωστε σπάνιες περιπτώσεις). Αναφερόμαστε στο ιδεολόγημα ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει τον εαυτό του εκ του μηδενός και να του αποδώσει όποια χαρακτηριστικά επιθυμεί, διαγράφοντας φύλο, όνομα, προσωπική ιστορία ή άλλους καθορισμούς.
Ο όρος «τρανσεξουαλισμός» αντικαταστάθηκε από τον όρο «δυσφορία φύλου» και στη Διεθνή Ταξινόμηση των Ασθενειών (ICD) εγγράφηκε ως «ασυμφωνία φύλου». Εξαιρέθηκε έτσι από τον κλάδο της ψυχιατρικής όπου ανήκε –και εντάχθηκε σε μια κερδοφόρα ιατρική υπηρεσία, γνωστή ως «φυλομετάβαση», μια εξέλιξη που μαρτυρά τη σοβαρή κρίση της ίδιας της επιστήμης και τη στροφή μέρους των επιστημόνων σε έναν αντι-επιστημονικό μεταμοντέρνο σκοταδισμό. Στην ίδια κατεύθυνση νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προωθούν νομοσχέδια (σωρηδόν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη) για τη μείωση των ηλικιακών ορίων για την αλλαγή φύλου. Οι ορμονοθεραπείες ξεκινάνε από την παιδική ηλικία σε κάποιες χώρες, ώστε να ολοκληρωθεί η μετάβαση φύλου πριν την ενηλικίωση. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2017), στην Ολλανδία τα παιδιά μπορούν να έχουν πρόσβαση σε τέτοια θεραπεία από την ηλικία των 12 ετών με τη συγκατάθεση των γονέων. Στη Λετονία από τα 14 μπορούν να προβούν σε ορμονοθεραπεία, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων!
Από τη διάκριση μεταξύ βιολογικού και “κοινωνικού” φύλου, τη δεκαετία του ’90 η θεωρία του φύλου κάνει ένα βήμα ακόμη προς τον ανορθολογισμό. Το βιολογικό φύλο επί της ουσίας δεν υπάρχει, είναι μια πλάνη. Το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή με επιτελεστικό χαρακτήρα, μια αναπαράσταση που έχει τη δύναμη να επιφέρει μια αλλαγή στην πραγματικότητα. Το βιολογικό φύλο είναι «κάτι α-φύσικο» που περιορίζει την ελευθερία έκφρασης της σεξουαλικότητας και την αυτοδιάθεση του σώματος.
Τον τρανσεξουαλισμό του ’70-’80 διαδέχτηκε η σεξουαλική ρευστότητα (τρανστζεντερελισμός): ανά πάσα στιγμή είμαι ό,τι αισθάνομαι ότι είμαι ή και από όλα, ταυτόχρονα, ανεξάρτητα από το σώμα, δίχως καν να αλλάξω το σώμα μου με επεμβάσεις. “Μπορείς να γίνεις ό, τι θέλεις” είναι το άρρητο μήνυμα.
Κι ακόμη παραπέρα: Αν το «κοινωνικό φύλο» είναι ανεξάρτητο και καθορίζει το βιολογικό με τη συνείδηση, γιατί να είναι δυαδικό; Γιατί να μην υπάρχουν άπειρα φύλα ή να μην υπάρχει καθόλου το φύλο (άφυλα, α); Οι όποιες σεξουαλικές προτιμήσεις ή συμπεριφορές, ανακυρύσσονται αυτόματα και αυθαίρετα σαν φύλο. Από τη θεωρία του φύλου φτάνουμε στην ακραία ιδεαλιστική και ολοκληρωτική άρνηση του φύλου και του σώματος. Η ετεροφυλοφιλία εκλαμβάνεται ως «συντηρητισμός», ακόμα και η ομοφυλοφιλία καταγγέλλεται ως «πουριτανισμός», γιατί η αποδόμηση του φύλου αρνείται στους ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες να νιώθουν έλξη με βάση τα βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου. Μια λεσβία μπορεί να κατηγορηθεί για τρανσφοβία, όταν απορρίπτει σεξουαλικά τρανς λεσβίες (άτομα, δηλαδή, που έχουν γεννηθεί άνδρες και αυτοπροσδιορίζονται ως ομοφυλόφιλες γυναίκες).
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των φύλων, δεν πρέπει να υπάρχει και καμία άλλη δυαδικότητα, η οποία λειτουργούσε ως σταθεροποιητικός παράγοντας (αρσενικό/θηλυκό, καλό/κακό, διαστροφή/κανονικότητα, φυσιολογικό/παθολογικό). Όλες οι σεξουαλικές συμπεριφορές –ακόμα και όσες μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν από τον κλάδο της ψυχιατρικής ως διαταραχές– μπορούν να είναι επιτρεπτές. Η σεξουαλική απόκλιση είναι σαν τη διαφορετική θρησκεία, άρα πρέπει να επιδεικνύεται η ίδια ανοχή από την κοινωνία όπως στις μειοψηφίες, πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια ακόμη συμπεριφορά όπως όλες οι άλλες. «Η νέα ηθική επιτάσσει να έχει ο καθένας το δικαίωμα στην πλήρη ικανοποίηση της απόλαυσής του, όποια και αν είναι αυτή. Ακόμα και ο νόμος οφείλει να προστατεύει τους διάφορους τύπους απόλαυσης, οι οποίοι μέχρι τώρα θεωρούνταν διαστροφικοί ή παράνομοι». Δεν είναι τυχαία η σταδιακή απάλειψη των όρων «σεξουαλική διαστροφή» / «σεξουαλική διαταραχή», για να αφαιρεθεί η καταχρηστική διάστασή τους, και η αντικατάστασή τους με αυτόν της «παραφιλίας» (βλ. ζωοφιλία, νεκροφιλία, αποτεμνοφιλία, παιδοφιλία, χρονοφιλία). Άλλωστε, η διαρκής προβολή στη δημόσια σκηνή τέτοιων φαινομένων, εξοικειώνει τη κοινή γνώμη με την ύπαρξή τους, τα απονοχοποιεί και σταδιακά ανοίγει τον δρόμο της πλήρους αποδοχής τους. Κατά κάποιους, μια τέτοια επιτρεπτική στάση της κοινωνίας στις σεξουαλικές διαταραχές θα είχε ως συνέπεια την ακύρωσή τους, γιατί η πηγή τους είναι δήθεν η αντισεξουαλική στάση, η απαγόρευση!
Παρά την κατήχηση της «θεωρίας φύλου», η κατάργηση του φύλου και της δυαδικότητάς του δεν είναι εύκολη υπόθεση, όταν μάλιστα αυτό αποτελεί μια ιστορική σταθερά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σεξουαλική ρευστότητα δεν έχει καμία υλική απόδειξη, γι’ αυτό χρειάζεται διαρκώς επιβεβαίωση: από το κράτος (έγγραφα, νόμοι) και από τους άλλους (βλ. drag shows), κυρίως με τη γλώσσα. Οι υπερασπιστές της μεταφεμινιστικής θεωρίας για να αρνηθούν την υλική υπόσταση του φύλου, καταφεύγουν μανιωδώς στη γλώσσα. Μαζί με την άρνηση της πραγματικότητας του σώματος απαιτούν τη συμμόρφωση της γλώσσας σε έναν απατηλό κόσμο, που αδιαφορεί για τις αισθήσεις μας (τη φυσική εμφάνιση που βλέπουμε) και την υλική πραγματικότητα. Οι λέξεις καταργούνται ή χάνουν τη σημασία τους (πρωτίστως η λέξη «γυναίκα» αντικαθίσταται από το «άτομο με μήτρα», «με έμμηνο ρύση», «μητέρα» γίνεται «γονέας που γεννά», το «μητρικό γάλα» γίνεται «γονικό γάλα» κ.ά.). Ένα υστερικό παιχνίδι με τις αντωνυμίες προωθείται παντού. «Γυναίκες» και «άντρες» διαγράφονται, οποιοσδήποτε μπορεί να χαρακτηρίζεται έτσι αν δηλώνεται έτσι (π.χ. «τρανς γυναίκα»). Εξού και η εμμονή με την πολιτική ορθότητα, που εν τέλει συνιστά έναν αντεστραμμένο πουριτανισμό στις ανθρώπινες σχέσεις και την μεταξύ τους επικοινωνία.
Όσο κι αν σοκάρει η ανοησία, οι δικαιωματιστές πιστεύουν ειλικρινά ότι αλλάζοντας τη γλώσσα θα μεταμορφώσουν την πραγματικότητα (βλ. επιτελεστικότητα της γλώσσας), θα χειραφετηθούν από τους «νόμους περιορισμού» της βιολογίας, η γλώσσα έχει τη δύναμη να δημιουργεί το κοινωνικά πραγματικό. Βλέπουν το τέλος της όποιας μορφής ρατσισμού, σεξισμού ή ακόμα και περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης, όχι μέσα από την πράξη (ούτε φυσικά τη συλλογική δράση και τον αγώνα), αλλά μέσω της ατομικής ευθύνης στη χρήση της γλώσσας. Όπως εξηγεί ο D. Harvey: «Ενώ οι μοντερνιστές προϋπέθεταν στενή και προσδιορίσιμη σχέση ανάμεσα σε αυτό που λεγόταν (το σημαινόμενο ή ‘μήνυμα’) και το πώς λεγόταν (το σημαίνον ή ‘μέσο’), η μεταδομιστική σκέψη θεωρεί ότι αυτά τα δύο “διαχωρίζονται συνεχώς και επανασυνδέονται σε νέους συνδυασμούς”σσσσ».
Τέλος, αφού ο λόγος είναι καθοριστικής σημασίας για την επιβολή της ιδεολογίας του φύλου, είναι αναγκαίο να παρεισφρήσει σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες από τα πάνω προς τα κάτω. Οι σπουδές φύλου που μέχρι την προηγούμενη δεκαετία ήταν αντικείμενο συζήτησης στους ακαδημαϊκούς κόλπους, πλέον με μια σειρά νομοσχέδια (και κυρίως μέσα από το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής) αγκιστρώνονται σταδιακά και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής.
Η απάντηση των επαναστατών μαρξιστών
Για τους μαρξιστές, που δέχονται την υλική υπόσταση της πραγματικότητας, το φύλο του ατόμου καθορίζεται από τη βιολογία, έχει δύο κατηγορίες και παραμένει αμετάβλητο σε όλη τη ζωή του, ακόμα και στην περίπτωση χειρουργικών επεμβάσεων «αλλαγής φύλου». Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν διαφορές, που σχετίζονται με την αναπαραγωγή, τις γνωστικές λειτουργίες, τα συναισθήματα, την κοινωνική συμπεριφορά, κι αυτό παρά την ποικιλία που υπάρχει μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου στην έκφραση της θηλυκότητας και αρρενωπότητας. Η διαλεκτική σχέση της φύσης και της κοινωνίας ως ενιαίο σύνολο, και όχι η διχοτόμηση των δύο, καθορίζει τον άνθρωπο και τον ρόλο του στην κοινωνία.
Όπως εξηγούν οι Σαρλ Μελμάν και Ζαν Πιερ Λεμπρέν:
«Δεν υπάρχει ουδέτερο ανθρώπινο πλάσμα. Δεν γεννιόμαστε από μια ουδετερότητα, σε μια εκτός φύλου κατάσταση, που θα έδινε την ελευθερία και στη συνέχεια το δικαίωμα να τοποθετηθούμε στην πλευρά που μας ταιριάζει. Απεναντίας, ευθύς εξαρχής αμέσως, η ανθρώπινη φύση του βρέφους είναι σύμφυτη με το φύλο για το οποίο, τρόπω τινά, το έχει προορίσει η ανατομία, και δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί παρά μόνο υπό τον όρο της εξαρχής αναγνώρισης και καλλιέργειας αυτής της εμφυλοποίησης».
Η υποτίμηση, πόσο μάλλον η απόρριψη των βιολογικών χαρακτηριστικών, πέρα από το γεγονός ότι προκαλεί σύγχυση, διχάζει και διαιρεί ακόμα περισσότερο την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, εξυπηρετεί άριστα τη νεοφιλελεύθερη κυρίαρχη ιδεολογία και γι’ αυτό ευδοκιμεί στα λουσάτα σαλόνια και τους ακαδημαϊκούς ομίλους της Αμερικής και της Ευρώπης. Ο φεμινισμός μέσα στη δίνη των πολλαπλών φύλων και ταυτοτήτων έχει αφήσει στην άκρη το γυναικείο ζήτημα, έχει απολέσει σοβαρές κατακτήσεις και έχει εγκαταλείψει διεκδικήσεις (όπως η προστασία της μητρότητας, η εξάλειψη της πορνείας κ.λ.π.) που φαντάζουν αναχρονιστικά.μπροστά στην εκτυφλωτική εικόνα των μεταμοντέρνων ταυτοτικών κινημάτων. Αυτός ο κόσμος του φύλου είναι απατηλός, μια μυθοπλασία, στην οποία καταφεύγουν άνθρωποι αποσυρόμενοι από κάθε προσπάθεια σύγκρουσης και αλλαγής της δυσάρεστης πραγματικότητας.
Οι τρανσέξουαλ υπήρχαν και παλιότερα ως μια πολύ μικρή μειοψηφία, και όπως άλλες μειονότητες, δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διακρίσεων, αλλά να έχουν κι αυτά τα άτομα το δικαίωμα στην αδιαφορία¹⁴, είναι ηθική επιταγή κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Όμως, η υπερπροβολή και προώθηση της τρανς φιγούρας παίρνει σήμερα μορφές απειλητικές για τα δικαιώματα ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι κ.λπ. Σύμφωνα με τους τρανς ακτιβιστές ο οποίος δηλώνει γυναίκα πρέπει και να αναγνωρίζεται ως γυναίκα, ακόμη κι όταν δεν έχει επέμβαση αλλαγής φύλου. Το αποτέλεσμα είναι βιολογικοί άντρες να έχουν πρόσβαση σε γυναικείες τουαλέτες, ντους, ή φυλακές, να καταρρίπτουν τα ρεκόρ των γυναικείων αθλητριών, και γενικά να απειλούν τις γυναίκες με διάφορους τρόπους.
Εξυπακούεται, ότι οι ορμονικές θεραπείες αλλαγής φύλου ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρενέργειες (από πονοκεφάλους και κοιλιακούς πόνους μέχρι εγκεφαλικά επεισόδια και καρκίνο), ενώ η δυνατότητα αναπαραγωγής τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο. Οι περισσότερες μελέτες συμφωνούν ότι είναι μία διαδικασία μη αναστρέψιμη, γεγονός που έχει προκαλέσει δραματικά αδιέξοδα σε όσους σε πιο ώριμη ηλικία το μετάνιωσαν.. Οι ορμονικές θεραπείες είναι ιατρικά πειράματα, ενώ η χειρουργική επαναπροσδιορισμού φύλου είναι ακρωτηριαστική και στις δυο περιπτώσεις παραβιάζεται η βασική αρχή της ιατρικής “πρώτα μην βλάψεις”.
Παρεμπιπτόντως, η ορμονοθεραπεία για αλλαγή φύλου είναι δια βίου θεραπεία, συνιστώντας απρόσμενο δώρο και τεράστια κέρδη για τη φαρμακοβιομηχανία, μια ιδιαίτερα επικερδής επιχειρηματική δραστηριότητα. «Οι επιστημονικές έρευνες που τείνουν να δικαιολογούν τις σύγχρονες ιατρικές θεραπείες συχνά χρηματοδοτούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες αποκομίζουν κέρδη από αυτές».
Η ιδεολογία του φύλου βλάπτει ιδιαίτερα παιδιά και εφήβους. Η απάντησή μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη και με κύριο γνώμονα την προστασία των παιδιών. Στα παιδιά δεν έχει εδραιωθεί μια σταθερή ταυτότητα φύλου. Βιολογικά, το νευρωνικό τους σύστημα, οι γνωστικές και νοητικές τους ικανότητες είναι ακόμα υπό ωρίμανση, η ψυχική τους λειτουργία ασταθής και η εμπειρία τους στη ζωή περιορισμένη. Η σταθερότητα του φύλου, η διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας διαρκεί πολλά χρόνια και περνά από πολλά στάδια. Η εφηβεία είναι κατεξοχήν περίοδος μεταβάσεων, πειραματισμού και ψυχικής ανακατάταξης, που εμπλέκει το σώμα, τη σεξουαλικότητα, τη σχέση του εφήβου με το περιβάλλον. Η ταυτότητα φύλου δε θεωρείται παγιωμένη πριν το τέλος της εφηβείας. Φυσιολογικές επερωτήσεις μπορούν εύκολα να οδηγήσουν τον έφηβο στην αμφισβήτηση του φύλου του, κι όμως η πλειονότητα των παιδιών (85%) τα οποία επερωτούν την έμφυλη ταυτότητά τους παύουν μετά την εφηβεία να επιμένουν στο αίτημά τους για αλλαγή.
Όμως μια πρόωρη διάγνωση “δυσφορίας φύλλου”, η λεγόμενη “δυσφορία φύλλου ταχείας εμφάνισης” επιχειρεί να τερματίσει αλόγιστα αυτή την απολύτως θεμιτή διερώτηση εξωθώντας στην αλλαγή φύλου. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η λεγόμενη «κοινωνική φυλομετάβαση», δηλαδή το να αρχίσει να αναγνωρίζεται με το φύλο με το οποίο επιθυμεί, τελικά βάζει το παιδί σε μια τροχιά που το οδηγεί κατευθείαν στην ιατρική φυλομετάβαση. Γενικά, η ενθάρρυνση ή ανοχή των συμπεριφορών του άλλου φύλου, η προβολή ή μάλλον επιβολή των «θεωριών φύλου», ο κατακλυσμός από την ΛΟΑΤΚΙ+ προπαγάνδα, αποτελούν παράγοντες διαιώνισης και εξάπλωσης της δυσφορίας φύλου, και τελικά είναι μορφή κακοποίησης των παιδιών, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την υποβολιμότητά τους στον λόγο των μεγάλων.
Το παιδί δεν είναι ενήλικος σε μικρογραφία αλλά ον σε ανάπτυξη. Ένα μικρό παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει τα διακυβεύματα της ιατρικής φύσης και τα επακόλουθά της για το υπόλοιπο της ζωής του, όπως π.χ. η αφαίρεση του γεννητικού του συστήματος, του οποίου η σεξουαλική χρήση είναι ακόμα άγνωστη, όπως του είναι άγνωστη και η σεξουαλικότητα του ενηλίκου. Μετά την υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), ο Αλαίν Φινκελκρώ (Alain Finkielkraut) έγραφε προφητικά, το 1990: «Το να φερθούμε σε ένα παιδί ισότιμα με τον ενήλικο, να υποστηρίξουμε ότι είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του, ότι πρέπει να το πιστεύουμε βάσει αποκλειστικά, των λεγομένων του και να παίρνουμε τους μετρητούς τις προσηλώσεις του, δε σημαίνει ότι το σεβόμαστε ή το υπερασπιζόμαστε, σημαίνει ότι εξασφαλίζουμε ατιμωρησία σε αυτούς που το χειραγωγούν […] Το να δούμε στο παιδί ένα άτομο ολοκληρωμένο και όχι ένα άτομο εν τω γίγνεσθαι, σημαίνει ότι, υπό τον μανδύα του πιο μεγαλόψυχου φιλελευθερισμού, του αρνιόμαστε άσπλαχνα την ελαφρότητα, την ανεμελιά, την ανευθυνότητα, που είναι βασικά του προνόμια, για να το εκθέσουμε, ενώ είναι ανυπεράσπιστο, σε όλες τις καθ’ υποβολήν συμπεριφορές και όλες τις ορέξεις».
Στις περιπτώσεις νέων που δεν νιώθουν οικεία με το σώμα και το φύλο τους, το βάρος πρέπει να δίνεται στις ψυχολογικές παρεμβάσεις έναντι των ιατρικών, να δοθεί βάθος χρόνου παρά την οδύνη που μπορεί να προκαλεί συχνά η αναμονή. Δεδομένων των κινδύνων και του μη αναστρέψιμου ορμονικών και χειρουργικών επεμβάσεων, πρέπει να αποθαρρύνεται η πρώιμη μετάβαση και να παροτρύνεται η προσπάθεια αποδοχής του βιολογικού φύλου. Σύμφωνα με τις μελέτες, 60–90% αυτών των παιδιών υπερνικούν την ασυμφωνία ανάμεσα στο φύλο τους και το υποκειμενικό αίσθημα που έχουν γι’ αυτό όταν ενηλικιώνονται, γεγονός που αποτελεί αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα υπέρ της αποχής από το χειρουργείο πριν από την ηλικία των 18 ετών.
Αντίθετα με την ανευθυνότητα όσων την παρουσιάζουν σαν μια φυσιολογική παραλλαγή, η ισχυρή επιθυμία να ανήκεις στο αντίθετο φύλο συνοδεύεται από σοβαρή δυσφορία, δυσλειτουργία σε σημαντικούς τομείς της ζωής και συννοσηρότητα. Συχνά υπάρχουν προβλήματα στο οικογενειακό περιβάλλον, υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, άγχους, αυτοκτονικού ιδεασμού, διαταραχές πρόσληψης τροφής και διαγωγής, διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού. Να ακούσουμε τον πόνο αυτών των παιδιών, που δεν είναι καλά, χωρίς υποχώρηση στην επιταγή της απαιτούμενης αλλαγής. Συχνά σε ασφαλέστερο περιβάλλον, με τη μείωση της γονικής ψυχοπαθολογίας, την αποθάρρυνση των εμμονικών συμπεριφορών αντίθετου φύλου, με τη βοήθεια επαγγελματιών και ψυχοθεραπείας, αυτά τα παιδιά δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη να αλλάξουν το σώμα τους.
Η προπαγάνδα της αποδόμησης του φύλου στους νέους, στη γλώσσα και στην εκπαίδευση, δεν πρέπει να περάσει αμαχητί από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και την επαναστατική αριστερά, τόσο σε ιδεολογικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Ειδικά, πρέπει να μπει φρένο στη διάδοση αυτών των ψευτο-θεωριών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι σχολικοί θεσμοί, οι εκπαιδευτικοί μπορούν και πρέπει να μην υποκύπτουν στα ιδιαίτερα αιτήματα παιδιών ή γονέων (π.χ. αλλαγή ονόματος), χωρίς μάλιστα ιατρική ή ψυχιατρική γνωμάτευση. Η σχολική μονάδα οφείλει να κρατά ουδέτερη στάση απέναντι στη βούληση του παιδιού, δίνοντάς του την ευκαιρία να αποδεχτεί το βιολογικό του φύλο. Τα σωματεία και οι πολιτικές οργανώσεις να ορθώσουν ένα τείχος προστασίας των νέων απέναντι στον προσηλυτισμό παιδιών και εφήβων στις μεταμοντέρνες μυθοπλασίες.
ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΓΟΝΕΪΚΟΤΗΤΑ»
Από τη στιγμή που τα βιολογικά όρια θεωρούνται πηγή «κοινωνικής αδικίας», το να μην μπορεί π.χ. μία γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας ή δύο άντρες μεταξύ τους να γεννήσουν παιδί εκλαμβάνεται ως «διάκριση», που πρέπει να αποκατασταθεί με την κατοχύρωση ενός νέου «ατομικού δικαιώματος». Το παιδί τώρα μετατρέπεται σε «δικαίωμα» προς διεκδίκηση, το «δικαίωμα στη γονεϊκότητα» είναι ένα από τα κύρια αιτήματα/διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ ατζέντας.
Έπειτα από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινου πολιτισμού η μέχρι χθες αυτονόητη σχέση μεταξύ βιολογίας και «γονεϊκότητας» διαρρηγνύεται και απορρίπτεται ως «ουσιοκρατική». Ο όρος «γονεϊκότητα», μια καινούρια λέξη που φαίνεται να αντικαθιστά τους όρους «μητρότητα» και «πατρότητα» όχι τυχαία, συσκοτίζει απαλείφει το βιολογικό φύλο των γονέων. Το σχήμα «μητέρα – πατέρας – παιδιά» εξισώνεται νομικά με κάθε τύπο οικογενειακού περιβάλλοντος.
Σε αντίθεση με την υιοθεσία, που η ευημερία του παιδιού που έχει ήδη γεννηθεί είναι πρώτιστης σημασίας, το «δικαίωμα στη γονεϊκότητα», είτε έχει να κάνει με ετερόφυλο είτε με ομόφυλο ζευγάρι, δίνει προτεραιότητα στην ικανοποίηση της επιθυμίας του ενήλικα, με το να τεθεί ένα παιδί στη διάθεσή του με οποιονδήποτε τρόπο αυτός επιθυμεί (με δότη σπέρματος ή ωαρίου, με παρένθετη μητέρα» κ.λπ.). Τέτοιες πρακτικές δεν είναι ποτέ προς το συμφέρον του παιδιού, καθώς διακόπτουν σκόπιμα τη σχέση του παιδιού με τη φυσική μητέρα ή πατέρα του.
Ας σημειωθεί ότι στην υιοθεσία και την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν αγνοείται το δικαίωμα γνώσης της καταγωγής ούτε καταργείται η βιολογική αλήθεια, όσο κι αν αυτή υποχωρεί έναντι της νομικής σύμβασης ή θολώνει με τον νομικό δεσμό. Το θέμα δεν είναι προφανώς να εξιδανικεύσουμε τη βιολογική γονεϊκή σχέση, οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε τις επιπτώσεις και τους κινδύνους που ενέχονται στην υποστήριξη κάθε νέας μορφής γονεϊκότητας που αγνοεί και αδιαφορεί πλήρως για τη βιολογική σύνδεση. Ειδικά οι νόμοι περί υιοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια σε πολλές χώρες, είναι εξαιρετικά επιβαρυντικοί και επικίνδυνοι για την ομαλή ανάπτυξή τους.
Η απάντηση των επαναστατών μαρξιστών
Η λαχτάρα για ένα παιδί είναι δεδομένη και κοινωνικά υπαρκτή, επομένως είναι αληθινή. Όμως, το «δικαίωμα στη γονεϊκότητα» είναι ένα άλλο θέμα, που δικαίως έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση και αμφιταλάντευση. Συνήθως εξετάζεται εντελώς μονοθεματικά («να ικανοποιήσουμε το αίτημα μιας κοινωνικής ομάδας που εκφράζει τις επιθυμίες της») ή και εντελώς επιφανειακά («το μόνο που χρειάζονται τα παιδιά είναι αγάπη» κ.λ.π.). Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και δεν επιτρέπει να παίρνουμε τέτοια ζητήματα τόσο ανάλαφρα. Το «δικαίωμα στη γονεϊκότητα» έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού και δημιουργεί μια σειρά από σοβαρές επιπτώσεις.
Καταρχάς, η παρένθετη κύηση, όπως και η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με ξένο γενετικό υλικό αλλά και κάθε μέθοδος αναπαραγωγής που στερεί τη γνώση της βιολογικής προέλευσης (π.χ. ιδιωτική υιοθεσία) είτε από ομόφυλα ή από ετερόφυλα ζευγάρια, εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Γιατί έχουμε πρόκληση τραύματος της απώλειας των γονέων, διακόπτεται ο δεσμός του παιδιού με τη φυσική μητέρα ή πατέρα του, κι έτσι απουσιάζει κάθε γνώση της καταγωγής, που είναι θεμελιώδης για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, της ψυχικής ισορροπίας, της αξίας του ανθρώπου. Η αναζήτηση για τις ρίζες κάποιου είναι σοβαρή ψυχολογική ανάγκη, που σχετίζεται με την προσωπική ιστορία του ατόμου και συνιστά ένα από τα συγκροτητικά στοιχεία της ταυτότητάς του εαυτού.
Κι αυτή η ανάγκη να γνωρίσει το παιδί την βιολογική του ταυτότητα δεν διαγράφεται από την αγάπη που θα του προσφέρουμε. Τα διάφορα ιδρύματα προστασίας παιδιού είναι υποχρεωμένα δια νόμου να δώσουν στα παιδιά και τους θετούς γονείς ό,τι πληροφορίες διαθέτουν για τους βιολογικούς γονείς, ακριβώς γιατί το δικαίωμα γνώσης της βιολογικής καταγωγής (όσο κι αν μερικές φορές αυτή πονάει) είναι σημαντική έκφραση της προσωπικής ταυτότητας και αυτονομίας, εμπεδώνει στο άτομο το συναίσθημα της συνέχειάς του. Υπ’ αυτή την έννοια, η ομόφυλη τεκνοθεσία που απαιτεί την χρήση γενετικού υλικού δότη, εξ’ ορισμού είναι υπεύθυνη για τη στέρηση του παιδιού από τη γνώση της καταγωγής του, και επομένως για τη βίαιη αφαίρεση ενός κομματιού της ανθρωπινότητάς του.
Ακόμη, η ομόφυλη τεκνοθεσία στερεί το παιδί από τη φυσιολογική ανάπτυξη, όσο αυτή είναι δυνατή στο καπιταλιστικό σύστημα. Το παιδί έχει ανάγκη από τη φροντίδα δύο ετερόφυλων γονέων με τις διαφορετικές και συμπληρωματικές συνεισφορές τους στον ψυχισμό του. Η μητρότητα και η πατρότητα έχουν διαφορετικά βιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά και συνεισφέρουν με διαφορετικό τρόπο στην ανάπτυξη των παιδιών. Είναι μόνο αμφότεροι οι γονείς που δίνουν στα παιδιά τη βιολογική τους ταυτότητα, τα βοηθούν να απαντήσουν στο ερώτημα «ποιος είμαι», «πώς και γιατί ήρθα στον κόσμο». Η μίμηση των δύο φύλων είναι αναγκαία για να αναπτύξει αυτόνομη προσωπικότητα, ενστερνίζοντας ή απορρίπτοντας το πρότυπο του πατέρα και της μητέρας. Όση αγάπη και να δώσει ένα ομόφυλο ζευγάρι δε δίνει πρόσβαση σε αυτή την απαραίτητη βιολογική και κοινωνική πληροφορία που χρειάζεται το παιδί. Έχοντας επισημάνει δε το τι επικρατεί στις κοινωνικές σχέσεις με την επέλαση της «ρευστότητας του φύλου», δεν μπορεί να υπάρξει εφησυχασμός για το μέλλον της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Εξυπακούεται ότι η τεκνοθεσία από ένα άτομο διαφέρει γιατί, παρά τις ψυχολογικές επιπτώσεις της απουσίας του ενός γονιού, διατηρεί ένα κενό στη θέση του άλλου φύλου, η προέλευση από τα δύο φύλα δε διαστρεβλώνεται, ούτε ακυρώνεται.
Σε αντίθεση με την υιοθεσία που απαγορεύει την πληρωμή προς τους φυσικούς γονείς, η αναπαραγωγή από τρίτους βασίζεται στην άμεση πληρωμή του φυσικού γονέα ή της παρένθετης μητέρας να κυοφορήσει αλλά και να παραιτηθεί τελικά από το παιδί. Εκτός από την εμπορευματοποίηση της ίδιας της αναπαραγωγικής λειτουργίας, τα ίδια τα παιδιά που γεννιούνται μέσω τέτοιων διευθετήσεων δυσφορούν από τη σύλληψή τους με τέτοιους τρόπους, αισθάνονται προϊόντα αγοραπωλησίας.
Ταυτόχρονα, απειλούνται θεμελιώδη δικαιώματα της γυναίκας. Ειδικά η λεγόμενη «παρένθετη μητρότητα», παρά τη μη κερδοσκοπική επίκληση, είναι μια μορφή δουλεμπορίου γυναικών, μια αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος που οδηγεί στην εμπορευματοποίηση του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος και τη βίαιη αρπαγή των παιδιών από τη φυσική τους μητέρα. Η τελευταία γίνεται αντιληπτή σαν ένα δοχείο από το οποίο βγαίνει ένα μωρό, και με το οποίο δεν έχει καμία βιολογική, ψυχολογική, κοινωνική ή νομική σύνδεση. Παραβιάζονται έτσι τα θεμελιώδη δικαιώματα και η αδιάσπαστη σωματική και ψυχική ενότητα μητέρας-βρέφους, μετατρέπονται και οι δυο σε θύματα ανθρώπινου εμπορίου με χιλιάδες θύματα, ειδικά μετανάστριες και πάμπτωχες γυναίκες. Η Julie Bindel, φεμινίστρια και ακτιβίστρια ενάντια στη βία κατά των γυναικών, αποκαλεί την παρένθετη μητρότητα βδέλυγμα και όχι “δικαίωμα” για τους εντεταλμένους γονείς ανεξάρτητα από το φύλο στο οποίο εκείνοι ανήκουν.
Η απαξίωση της μητρότητας –και δη της βιολογικής μητρότητας– είναι πολυμέτωπη. Πριν μερικά χρόνια, όταν ήταν έντονος ο δημόσιος διάλογος σχετικά με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, το υπόβαθρο της συζήτησης ήταν η προώθηση της απαξίωσης της μητρότητας και ταυτόχρονα της υπέρμετρης ανάδειξης της πατρότητας. Στις μέρες μας ο ισχυρισμός ότι η μητέρα αναπτύσσει ισχυρό δεσμό και συντονισμό με το βρέφος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εκλαμβάνεται σχεδόν ως ομοφοβική, σεξιστική ή ιδεολογική θέση, ενώ είναι απλώς η πραγματικότητα. Πώς γίνεται όμως οι αλλαγές που όντως συμβαίνουν στον εγκέφαλο άλλων προσώπων που φροντίζουν το μωρό (π.χ. ο πατέρας ή θετοί γονείς) να είναι ίδιες ή υπέρτερες των αλλαγών που συμβαίνουν στο μυαλό και σώμα της γυναίκας που το κυοφορεί για 9 μήνες; Η βιολογική μητρότητα υποτιμάται και περιθωριοποιείται ως μη συμπεριληπτική και ως διαχρονικά καταπιεστική για τις γυναίκες. Το βρετανικό σύστημα υγείας, πανεπιστήμια και άλλοι απαγορεύουν ή περιορίζουν την αναφορά στις λέξεις «γυναίκα» και «μητέρα». Είναι εξευτελιστικά ανέντιμο να κατηγορείται η τεκνοποίηση και το παιδί για την ταξική καταπίεση της γυναίκας. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που την υποβιβάζουν σε σκεύος αναπαραγωγής για να φορτώσουν στις φτωχές γυναίκες αυτή τη δήθεν «καταπιεστική αγγαρεία». Το γυναικείο κίνημα τη δεκαετία του ’60 κατάφερε να κερδίσει μια σειρά από δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, το δικαίωμα στην άμβλωση, εργασιακά δικαιώματα για την προστασία της μητρότητας κ.λπ. Σήμερα, ένας δήθεν φεμινισμός, ο αποκαλούμενος διαθεματικός, αποδομώντας τη γυναικεία φύση αποδεικνύεται εξίσου ή και περισσότερο μισογυνικός απ’ ό,τι οι πατριαρχικοί θεσμοί του παρελθόντος.