Αποσπάσματα από το βιβλίο.
Οι εταιρείες ως μεσαιωνικά φέουδα
Όσο οι ανισότητες στον δυτικό κόσμο αυξάνονται, τόσο περισσότερο η «αριστερά» κάνει τη διαφορετικότητα κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής της. «Αντί να χτίζει σχέσεις αλληλεγγύης γύρω από τις μεγάλες συλλογικότητες, όπως η εργατική τάξη ή τα άτομα που πέφτουν θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης, επικεντρώνεται στις όλο και πιο περιορισμένες περιθωριακές ομάδες» έγραφε ο Φράνσις Φουκουγιάμα.
«Αφού οι μεγάλοι θεσμοί –Εκκλησία, πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, μεγάλες ιδεολογίες–, που αποτελούσαν τη δομή του δυτικού πολιτισμού και οργάνωναν τον δημόσιο διάλογο και τη ζωή της κοινότητας, σταδιακά καταρρέουν, οι πολυεθνικές αναλαμβάνουν τον ρόλο τους και καλύπτουν το κενό», λέει η Anne de Guigné. Ουσιαστικά, οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα πολυεθνικά μονοπώλια μαζί με τους ολιγάρχες της τεχνολογίας έχουν μετατρέψει τις εταιρείες σε «πόλεις-κράτη» που διαχειρίζονται ευαίσθητες έννοιες όπως η διαφορετικότητα, ο ρατσισμός, η σεξουαλικότητα και οι διακρίσεις χωρίς να προτείνουν καμία λύση, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να οξύνονται ακόμη περισσότερο.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια παράγουν πολιτική. Θυμηθείτε τη διαφήμιση της Gillette με τη #MeToo διαφήμιση που προέτρεπε τους άντρες να μην παρενοχλούν τις γυναίκες ή την τράπεζα Halifax που υποχρέωσε τους υπαλλήλους της να φοράνε κονκάρδες με τις αντωνυμίες κάτω από τα ονόματά τους («αυτός», «αυτή», «αυτό») και προέτρεπε τους πελάτες της που δεν ενέκριναν τον «προοδευτισμό» της να πάνε αλλού· ή τα παγωτά Ben & Jerry’s που έκαναν παρατηρήσεις στην υπουργό Εσωτερικών για την πολιτική της για τη μετανάστευση, ενώ η εταιρεία έχει ιστορικό κακομεταχείρισης των μεταναστών εργαζομένων της.
Μονομερής Αυτοκριτική της αποικιοκρατίας των Χριστιανών (δίκαιη) χωρίς όμως καμία κριτική στην ιστορία και τα έργα των Μουσουλμάνων
Η αποικιοκρατία αποτελεί το μείζον αμάρτημα της Δύσης; Ναι. Υπάρχει κάποια ιστορική ευθύνη της Δύσης σήμερα; Ναι. Το να τους λέμε: «Πετάξτε το Κοράνι, μπείτε σε TikTok και αγοράστε όπλα» όχι μόνο δεν μειώνει την ένταση της θεοκρατίας, αλλά ενισχύει το χάσμα μεταξύ Δύσης και μουσουλμανικού κόσμου.
Είναι γεγονός η άγρια εκμετάλλευση και τα αποικιακά εγκλήματα των Δυτικών, ο ρατσισμός εναντίον κάθε μη λευκού, οι σκλάβοι, η οικειοποίηση διαφορετικών πολιτισμών. Όμως, υπάρχει μία διαφορά: η Δύση από πολύ νωρίς ξεκίνησε την αυτοκριτική της. Από τον 16ο αιώνα με τον Μονταίνιο, τον Γάλλο δοκιμιογράφο και τελευταίο ουμανιστή της Αναγέννησης, ανακινείται και σχολιάζεται κριτικά το θέμα της αποικιοκρατίας. Ο Montaigne αποστρεφόταν τη σκληρότητα και, ενώ δεν έβλεπε τους κατοίκους του Νέου Κόσμου ως αθώους, θρηνούσε για τις χαμένες ευκαιρίες για αδελφοσύνη στην καταστροφή του Νέου από τον Παλαιό Κόσμο και τη σκληρότητα που ο τελευταίος επέδειξε.
Αντιθέτως, μέχρι σήμερα «δεν είδα ποτέ έναν Άραβα ή έναν οποιονδήποτε μουσουλμάνο να κάνει την αυτοκριτική του, την κριτική της κουλτούρας του από αυτήν την άποψη» είπε ο Καστοριάδης το 1991. Πόσο ισλαμοφοβικός άραγε θα θεωρείτο ο Καστοριάδης σήμερα;
Η πλουτοκρατική ελίτ απαιτεί θυσίες για το περιβάλλον, αλλά όχι από τον εαυτό της
Η διάσκεψη της Γλασκώβης (Νοέμβριος 2021) για το κλίμα ήταν ένα φιάσκο με συστατικά την αλαζονεία, την προκλητικότητα και την υποκρισία. Διασημότητες και ηγέτες με ιδιωτικά τζετ μόλυναν την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα που εμείς χρειαζόμαστε δέκα ζωές για να την προκαλέσουμε. Κι αυτό, για να μας κουνήσουν το δάκτυλο, επειδή είναι οι δικές μας υπερβολές που καταστρέφουν τον πλανήτη.
Το ουσιώδες είναι ότι ολιγάρχες, διάσημοι και γαλαζοαίματοι νιώθουν ιεραπόστολοι, αλλά για τους περισσότερους από εμάς προετοιμάζουν και προτείνουν την κοινωνική και οικονομική μας υποβάθμιση – δηλαδή την προλεταριοποίησή μας. Από πού εξάγεται αυτό; Από την εμμονή τους στην απο-ανάπτυξη (de-growth), που πρεσβεύει τη συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης και την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Τα ταξίδια, οι μετακινήσεις σου, η τροφή σου, η ενέργεια που χρησιμοποιείς πρέπει να μετριαστούν, για να μπορούν οι Βρετανοί γαλαζοαίματοι, οι διασημότητες του Χόλιγουντ, τα τοπ μόντελς, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο Μπιλ Γκέιτς ή ο Τζεφ Μπέζος να αγοράζουν ατελείωτες εκτάσεις γης, να ταξιδεύουν με ιδιωτικά τζετ, να κάνουν γάμους 2 εκ. δολαρίων και περατζάδες στο Διάστημα. Όλα αυτά, ενώ ζητάνε από τη «μάζα» και τις εξαθλιωμένες αναπτυσσόμενες χώρες να ζήσουν με ακόμη λιγότερα.
Οι Πράσινοι μας θεωρούν ασθενείς που πρέπει να θεραπευτούμε.
Από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για μια βαθιά αντιδραστική κοσμοθεωρία που έρχεται από ανθρώπους που δεν έχουν καμία επαφή με φτωχούς ή μη προνομιούχους, και δεν είναι παράξενο που η επίδραση τέτοιων ιδεών μειώνεται όσο κατεβαίνεις την κοινωνική σκάλα, όπως δεν αποτελεί έκπληξη και το ύποπτο ενδιαφέρον των πλουσίων για τα περιβαλλοντολογικά θέματα: φέρονται και θέλουν να κρατήσουν τον πλανήτη «καθαρό», αφού έχουν τίτλους ιδιοκτησίας σε αυτόν. Η Περιβαλλοντοκρατία (Environmentalism) μοιάζει όλο και περισσότερο με πόλεμο των τάξεων. Τα Κίτρινα Γιλέκα (που εμφανίστηκαν στα τέλη του 2018 στη Γαλλία ως διαμαρτυρία αρχικά για την αύξηση της τιμής των καυσίμων, αλλά γρήγορα επεκτάθηκαν σε αιτήματα που σχετίζονταν με την αγοραστική δύναμη μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων) είχαν ένα εξαιρετικό σλόγκαν: «ανησυχούν για το τέλος του κόσμου, ενώ εμείς ανησυχούμε για το τέλος του μήνα».
Οι άνθρωποι θα αναγκαστούν να πληρώνουν περισσότερα, για να κάνουν και να καταναλώνουν λιγότερα. Και όπως όλοι γνωρίζουν, το οικονομικό βάρος θα πέσει δυσανάλογα στην εργατική τάξη και τους μη προνομιούχους. Η ουτοπία της ποδηλασίας και των τοπικών προϊόντων μπορεί να έχει σημασία για τους έχοντες μετα-χίπις, αλλά είναι εντελώς παράλογη για όσους η οδήγηση είναι αναγκαιότητα και ο λογαριασμός ενέργειας έρχεται σαν μια μηνιαία καραμπόλα στην τσέπη τους.
Οι ψυχικές διαταραχές μετατράπηκαν σε πλεονέκτημα ισχύος
Από εκεί που δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε για τις ψυχικές διαταραχές, φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτές. Κάθε διασημότητα, ηθοποιός, αθλητής, ημι-διασημότητα, παίκτης ριάλιτι, καθένας που έχει αποκτήσει μια εφήμερη φήμη μιλάει για τη μάχη του με τα προβλήματα, για τον «πόνο» που έχει νιώσει, για το «τραύμα» που έχει υποστεί από μια σχέση, από το σχολείο, από τον εργοδότη, από την οικογένεια, από κάποιον περαστικό. Εάν η Μαρία Αντουανέτα ήταν ζωντανή σήμερα, θα μπορούσε να δηλώσει ότι πάσχει από PTSD. Λυπά — «αφήστε με να φάω παντεσπάνι» — κι έτσι δεν θα έφτανε στη γκιλοτίνα.