Απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του “Εργατικού Αγώνα”, 17 Ιουλίου 2014
Το ΚΚΕ δυστυχώς αρνείται να παίξει τον ιστορικό του ρόλο, αποποιούμενο την ίδια του την κληρονομιά, πολιτική και πολιτιστική. Οι τροτσκιστικές επεξεργασίες περί της «αλληλεξάρτησης» των χωρών μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, με τις οποίες έχει αντικαταστήσει τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης και την ιστορική του αλλά και επιβεβαιωμένη από τη ζωή θέση για την εξάρτηση της Ελλάδας, το έχουν οδηγήσει σε ένα ιδιότυπο «αντιεθνικισμό που φλερτάρει πολύ περισσότερο με τον αστικό κοσμοπολιτισμό και λιγώτερο με το – δεδομένο για κάθε κομμουνιστή – προλεταριακό διεθνισμό. Η αναφορά στον πατριωτισμό ή στην ελληνικότητα συνιστούν, για την καθοδήγηση του ΚΚΕ, παρέκκλιση από την ταξική θεώρηση της πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα είναι να λέγονται, να γράφονται και να υπονοούνται (με σαφήνεια όμως) ανοησίες. Θυμάμαι τον αλήστου μνήμης «Τηλέπαθο» του «Ριζοσπάστη». Σε Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που έγινε στην Αθήνα και οι συμμετέχοντες επισκέφτηκαν την αρχαία Αγορά, η εν λόγω στήλη αναρωτιόταν ειρωνικά πόσοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν πια στο έδαφος της πόλης και δεν τους πήραν είδηση οι Αθηναίοι!
Ο επίσημος λόγος του σημερινού ΚΚΕ παρουσιάζει, στο όνομα της ταξικότητας και της καθαρότητας, μια εργατική τάξη χωρίς ρίζες, χωρίς μνήμες, χωρίς ιδιοπροσωπεία∙ μια εργατική τάξη συγκροτημένη σε ιστορικό κενό, σε κενό χώρου και χρόνου, ωσάν να υπήρχε από πάντα με το εργαλεία στο χέρι, χωρίς να μιλά μια γλώσσα, χωρίς να έχει ένα γεωγραφικό χώρο ως σημείο αναφοράς. Σκόρπια, καταθέτω ορισμένες σκέψεις και απόψεις πραγματικών κομμουνιστών, για το πώς έβλεπαν την εργατική τάξη της χώρας μας. Γράφει, για παράδειγμα, ο Αντώνης Αμπατιέλος, στο βιβλίο του: «Μια ζωή στον αγώνα με μετερίζι το ελληνικό καράβι», αναφερόμενος στην ιστορική προέλευση των ελλήνων ναυτεργατών που τους χαρίζει ένα διαφορετικό κοινωνικό και ιστορικό «πρόσωπο»:
«Οι έλληνες ναυτεργάτες δεν είχαν την ιστορική προέλευση άλλων ναυτεργατών, όπως π.χ. των άγγλων, των οποίων η καταγωγή πάει κάμποσους αιώνες πίσω, στους κατάδικους και τα λούμπεν στοιχεία στις ταβέρνες των λιμανιών, όπου τους στρατολογούσαν με το ζόρι, χωρίς τη θέλησή τους. Οι δικοί μας είχαν την καταγωγή τους στη φτωχολογιά των ελληνικών νησιών, στους ψαράδες, στους ανθρώπους που, μαζί με τον καραβοκύρη, μοιραζόνταν τους κινδύνους και ένα μέρος των κερδών. Έτσι διαμορφώθηκε, σε σύγκριση με τους άλλους, ο τύπος του νοικοκύρη που τρώει το «μαύρο ψωμί» της θάλασσας, που έχει «εφτά φλούδες» για να θρέψει την οικογένειά του».
Μνήμη ακριβή των νεανικών μας χρόνων είναι το – χλευασμένο από τις αστικές γραφίδες – ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τα «παιδιά της ΚΝΕ». Αυτά τα παιδιά που – για τον κορυφαίο κομμουνιστή ποιητή – «έρχονται από πολύ μακριά – τραβάνε για πολύ μακριά» και «έχουν καλές κουβέντες με το γαλάζιο». Για τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης», τον κομμουνιστή βάρδο της γης, του λαού και της μνήμης, «κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα», ενώ οι γριές «αργά κατηφοράνε να ταϊσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι». Κι ακόμα:
Ένας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.
Ο Άρης Βελουχιώτης, στον ιστορικό λόγο που εκφώνησε στη Λαμία, καθορίζει με σαφήνεια τι είναι η πατρίδα για την εργατική τάξη:
Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους.
Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.
Τελευταίο – αλλά όχι έσχατο – παράδειγμα: ο Νίκος Μπελογιάννης, μπροστά στους στρατοδίκες, δηλώνει ότι «αγαπάμε την Ελλάδα περισσότερο από τους κατηγόρους μας» αλλά και ότι «έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα: με το αίμα μας και με την καρδιά μας».
Η σημερινή καθοδήγηση του ιστορικού κόμματος της εργατικής τάξης απεμπολεί στις επεξεργασίες της, στον πολιτικό της λόγο, στην προπαγάνδα της, όλη αυτή την τεράστια αγωνιστική παράδοσή του, όπου τα ταξικά αιτήματα διαπλέκονται με τον καλύτερο τρόπο με τα εθνικά. Αφήνουν έτσι ελεύθερο το πεδίο για να εμφανιστούν ως πατριώτες οι πολιτικοί επίγονοι των ναζί, των κουκουλοφόρων και δοσιλόγων της κατοχής. Αφήνουν τη διερμηνεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε εκείνους που δεν έχουν καταλάβει τίποτε από το πραγματικό μεγαλείο του και που, μέσα στο άρρωστο σύμπαν τους, οι κούροι μοιάζουν με κουτσαβάκια – μπράβους νυχτερινών κέντρων που δολοφονούν γυναίκες και αόπλους. Αφήνουν την αναπαράσταση του νεώτερου ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης, σε εκείνους που θεωρούν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ένα είδος κανίβαλου που όμως είχε το δικαίωμα να είναι τέτοιος γιατί αντιμετώπιζε μια «κατώτερη ράτσα»: καμμιά σχέση δηλαδή με ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα της μεγάλης επανάστασης των ελλήνων, που είναι η αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας, της βίας που ασκεί ο καταπιεσμένος απέναντι στον καταπιεστή του για να κατακτήσει την εθνική ή/και την κοινωνική ελευθερία του. Στον αιματοβαμμένο πολτό που έχουν στη θέση του μυαλού τους οι φασίστες, η βία δικαιώνεται όταν ασκείται από τον «βιολογικά ανώτερο» στο «βιολογικά κατώτερο».
Όσο το ΚΚΕ αρνείται τη μεγάλη εαμική κληρονομιά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να την αναλύει και να παραδειγματίζεται και από τα λάθη της)∙ όσο επιμένει στις ανοησίες περί αλληλεξάρτησης∙ όσο δεν συνειδητοποιεί ότι η εργατική τάξη έχει και πατρίδα∙ όσο αγνοεί ότι έχουν μεγαλώσει ήδη γενιές της εργατικής τάξης που δεν έχουν ούτε την εμπειρία της ύπαρξης του σοσιαλισμού στον πλανήτη αλλά ούτε και τη δέουσα ιστορική παιδεία∙ όσο αγνοεί προκλητικά ή υποβαθμίζει στον πολιτικό του λόγο και στην πολιτική του πρακτική το άγριο ξεπούλημα που υφίσταται η χώρα μας και το χλευασμό και την απαξίωση που υφίσταται ο λαός μας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις∙ όσο ξεκόβει από τη φωνή του κομμουνιστή Μάνου Κατράκη να απαγγέλλει Αισχύλο, Κορνάρο, Σολωμό, Μακρυγιάννη∙ τόσο το φίδι του φασισμού θα τρέφεται και θα μεγαλώνει μέσα στη λάσπη της ένδειας και της άγνοιας των λαϊκών στρωμάτων. Κι ακόμα, μέσα στα ίδια τα σπλάχνα του κόμματος θα μεγαλώνει μια γενιά χωρίς κομμουνιστικές αξίες, χωρίς σεβασμό στην ιστορική μνήμη, χωρίς παιδεία, μια γενιά που η ηθική, η αισθητική και οι αξίες της θυμίζουν τραγικά πολύ την άλλη πλευρά. Μια γενιά που δεν θα είναι «τα παιδιά της ΚΝΕ που έρχονται από πολύ μακριά και τραβάνε πολύ μακριά», αλλά θα δικαιώνει τους σοφούς και προφητικούς στίχους του Μάνου Χατζιδάκι:
Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη – τους προγόνους τους πουλούν
Μα ό,τι αρπάξουν δεν θα μείνει – γιατί ευθύς μελαγχολούν.
Αλκιβιάδης Σωζόμενος